-
1 настил
1. (из досок) η επίστρωση, το επίστρωματο σανίδωμα2. (из плит) το δάπεδο (με πλάκες) 3. (листовой) το έλασμα- второго дна мор. άνω - του διπυθμένου, η άνω οροφή διπυθμένουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > настил
-
2 перронный
επ.της πλατφόρμας. -
3 платформа
-ы θ.1. εξέδρα, αποβάθρα• προκυμαία. || μικρός σιδηροδρομικός σταθμός.2. ανοιχτό βαγόνι (με χαμηλές πλευρές)..3. πλατφόρμα, το πολιτικό πρόγραμμα, οι πολιτικές απόψεις.εκφρ.стоить на -е – είμαι οπαδός της πλατφόρμας.
См. также в других словарях:
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek